- διαλυομένου
- διαλύωloose one from anotherpres part mp masc/neut gen sg (epic)διαλῡομένου , διαλύωloose one from anotherpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζεσεοσκοπία — Επιστημονική μέθοδος που μελετά την ανύψωση του σημείου ζέσης ενός διαλύματος ως προς το σημείο ζέσης του καθαρού διαλύτη. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην ταπείνωση της τάσης των ατμών, η οποία προκαλείται από την προσθήκη του διαλυτού. Η ευθεία … Dictionary of Greek
περίτηξις — ήξεως, ἡ, Α [περιτήκω] 1. τέλεια, παντελής τήξη, μεταβολή μετάλλου ή στερεού σώματος σε ρευστό καθώς και η διάλυση, αποχώρηση ή έκκριση μορίων διαλυόμενου σώματος 2. (ειδικά) έκκριση υγρών, όπως λ.χ. στην υδρωπικία … Dictionary of Greek
πολυβασικός — ή, ό, Ν χημ. (για οξέα) αυτός που σε υδατικά του διαλύματα περιέχει περισσότερα από ένα υδροκατιόντα ανά μόριο διαλυόμενου οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polybasic < πολυ * + βάση. Η λ., στον πληθ. του ουδ. πολυβασικά (οξέα),… … Dictionary of Greek